αλικόρη

αλικόρη
(dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των αλικοριδών, της τάξης των σειρηνοειδών. Το σώμα της, μήκους άνω των τριών μέτρων, έχει σχήμα ατρακτοειδές στο πίσω μέρος και καλύπτεται από χοντρό δέρμα σχεδόν γυμνό. Έχει δύο κοντά και πλατιά μπροστινά άκρα, σαν πτερύγια, κατάλληλα για κολύμβηση, ενώ δεν έχει καθόλου πίσω άκρα. Στο παράξενο και άσχημο κεφάλι της ξεχωρίζουν τα χοντρά και πλαδαρά χείλη, το κάτω από τα οποία προεξέχει. Η οδοντοστοιχία της είναι ελλιπής, δεν έχει κυνόδοντες, ενώ οι γομφίοι είναι ολιγάριθμοι, χωρίς αδαμαντίνη και βρίσκονται σε συνεχή αύξηση, για να αντισταθμίζεται η φθορά· το αρσενικό έχει δύο κοπτήρες, οι οποίοι στα γηραιά είναι πολύ ανεπτυγμένοι και προεξέχουν σαν χαυλιόδοντες. Τα ρουθούνια της έχουν μορφή σχισμής και κλείνουν κατά βούληση. Τα μάτια της, πολύ μικρά, προστατεύονται από μια μεμβράνη, που κινείται από τα δεξιά προς τα αριστερά και αντίστροφα. Τα αφτιά της δεν διαθέτουν πτερύγιο. Η α. ζει στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις ακτές, όπου μπορεί να βρίσκει άφθονα υδρόβια φυτά με τα οποία τρέφεται. Στο παρελθόν, το ζώο αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο κατά μήκος των ακτών της ΝΑ Αφρικής, της Μαδαγασκάρης και της βόρειας Αυστραλίας· σήμερα οι α. έχουν εξαφανιστεί ή είναι πολύ σπάνιες σε αυτές τις περιοχές, εξαιτίας του εντατικού κυνηγιού για τοδέρμα, το κρέας και το λίπος τους. Η αλικόρη ζει κοντά στις ακτές του Ινδικού ωκεανού και τρέφεται με υδρόβια φυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”